- απαυτώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, έρχομαι σε σαρκική επαφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαυτώνω — [απαυτός] συνουσιάζομαι, κάνω τη δουλειά … Dictionary of Greek
τετοιώνω — Ν [τέτοιος] 1. (σε περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν μπορεί ή δεν θέλει να μεταχειριστεί το κατάλληλο ρήμα) φέρνω κάτι σε πέρας, κάνω κάτι («τό πήρα και... τό τέτοιωσα, ντε...») 2. (ιδιωμ.) συνουσιάζομαι, αλλ. απαυτώνω … Dictionary of Greek